- περιφλίωμα
- περιφλίωμα [pron. full] [ῑ], ατος, τό,A portico, CRAcad.Inscr.1906.168 (Aphrodisias, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφλίωμα — τὸ, Α [περιφλίω] το πλαίσιο τής θύρας … Dictionary of Greek